Καστελόριζο, η μικρή Μεγίστη: Μυρωδιά από Ελλάδα αν και ένα μίλι από Τουρκία - OneMagazino

Breaking

OneMagazino

www.magazino1.blogspot.gr

Παρασκευή, Ιουνίου 24, 2016

Καστελόριζο, η μικρή Μεγίστη: Μυρωδιά από Ελλάδα αν και ένα μίλι από Τουρκία


Τα σπίτια στο Κορδόνι διατηρούνται από την εποχή της μεγάλης ακμής του νησιού. Ωστόσο και τα νέα που κτίζονται ακολουθούν κανόνες δόμησης

Μια χούφτα ακούραστοι μεταξοσκώληκες μοιάζει να πλέκουν εδώ και αιώνες το πολύτιμο έκκριμά τους, σχηματίζοντας ένα αδιαπέραστο κουκούλι στο νοτιοανατολικό σύνορο της Ελλάδας, θαρρείς για να προστατεύσουν τον ευαίσθητο αυτό τόπο από τα δεινά που προκαλεί η γεωγραφική του θέση.
Εγκλωβίζονται μέσα του συνειδητά και φτιάχνουν έναν ολοδικό τους κόσμο, γαλήνιο κι ειρηνικό! Κι αν νιώθουν ανήσυχοι, μοναδικοί και μόνοι, έχουν συνηθίσει να βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων όταν αυτές αφορούν την εξωτερική πολιτική και περιστρέφονται γύρω από άγνωστους, για πολλούς, όρους και ακρωνύμια όπως ΑΟΖ, αποστολές SAR, υφαλοκρηπίδα, FIR.

«Εμείς το μόνο που θέλουμε είναι την ησυχία μας. Και να έρχεται κόσμος στο νησάκι μας!» λένε. Μια κουβέντα είναι αυτό. Το Καστελόριζο απέχει 1 ναυτικό μίλι από την Τουρκία, 75 από τη Ρόδο και 175 από την Κύπρο και το όνομά του μοιάζει συνώνυμο πλέον με τις δυσμενείς μεταθέσεις των φαντάρων και την εξορία!

Τι κι αν όλοι οι Ελληνες το αγαπούν και θέλουν μια φορά στη ζωή τους να το επισκεφθούν… Ελάχιστοι το κάνουν, Βλέπετε, στη συλλογική συνείδηση θα μείνει για πάντα ως η «άλλη άκρη της γης». Είναι απλά στην άκρη της Ελλάδας, στην «πινέζα του χάρτη»! Ε, και λίγο μακρύτερα εδώ που τα λέμε…

Με συνείδηση της πολυκύμαντης ιστορίας τους και της «δύσκολης θέσης» τους, οι 300 περίπου κάτοικοί του ασφαλώς και φυλάνε Θερμοπύλες, όπως λένε, αλλά φυλάνε και άλλα πολύτιμα: την πιο ιδιαίτερη φορεσιά των Δωδεκανήσων στα σεντούκια, τις αναμνήσεις από τα γυρίσματα της βραβευμένης με όσκαρ ταινίας Mediterraneo, που ακόμη τους κάνει να περηφανεύονται, τις παραδοσιακές συνταγές, τις φωτογραφίες από εποχές πλούσιες, τα «μπάκα» που στέλνουν οι ξενιτεμένοι στην Αυστραλία, τη συνήθεια να βουτούν στη θάλασσα με τα ρούχα του Προφήτη Ηλία, τη φήμη του «αποκρουσιάρη», του προξενητή που η γυναίκα έστελνε για να ζητήσει σε γάμο τον άντρα. Αλλά φυλάνε και τα νώτα τους, γιατί ως γνωστόν «κακό χωριό τα λίγα σπίτια»!

Περασμένα μεγαλεία

Τέσσερις φορές την εβδομάδα προσγειώνεται το χειμώνα (αέρα επιτρέποντος) το ελικοφόρο στο θρυλικό αεροδρόμιο του νησιού, στην άκρη του γκρεμού, και κάθε προσγείωση-απογείωση αποτελεί μια μικρή περιπέτεια. Αλλες τόσες δένει το πλοίο στο λιμάνι του, που το συνδέει με τον Πειραιά (24 ώρες) και τη Ρόδο (5 ώρες).

Η πρώτη εικόνα που θα αντικρίσεις έπειτα από μακρά πλεύση κατά μήκος των μικρασιατικών ακτών είναι ο άγονος βράχος των 8,9 τετ. χλμ. σε απόσταση αναπνοής από την τουρκική πόλη Κας (αρχαία Αντίφελλος). Η δεύτερη εικόνα, καθώς το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι, είναι οι ελληνικές σημαίες στα κτίρια, που αιφνίδια επανακτούν την αξία τους. Η τρίτη εικόνα, όμως, είναι εκείνη που θα θυμάσαι για πάντα: ο λιλιπούτειος οικισμός με τα χρωματιστά στενομέτωπα κτίσματα που καθρεφτίζονται στη θάλασσα.

Δεν ήταν πάντα τόσο μικρός. Μια φωτογραφία των τελών του 19ου αιώνα, της οποίας αντίγραφο έχει κάθε Καστελοριζιός, απεικονίζει τον οικισμό εντυπωσιακά πυκνοκτισμένο, να απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ στο λιμάνι είναι αραγμένα δεκάδες ιστιοφόρα. Είναι από την εποχή που το Καστελόριζο έφτασε στο απόγειο της ακμής του και αριθμούσε 20.000 κατοίκους.

Τον πλούτο και κατ’ επέκταση την οικιστική και πνευματική άνθηση έφεραν η θάλασσα και η καίρια γεωγραφική θέση του νησιού, καθώς οι κάτοικοί του, εκμεταλλευόμενοι τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει αιώνες πριν η Υψηλή Πύλη, ανέπτυξαν έναν ισχυρό εμπορικό στόλο, που όργωνε την Ανατολική Μεσόγειο.

Η παρακμή ξεκίνησε στα 1913, όταν οι Καστελοριζιοί επαναστάτησαν εναντίον των Τούρκων, προκαλώντας τη διακοπή των ζωτικών εμπορικών σχέσεων με τους γείτονες και ολοκληρώθηκε με την κατοχή των Ιταλών. Ο πυκνοκτισμένος αρχοντικός οικισμός δέχτηκε το πρώτο πλήγμα από τον ισχυρό σεισμό του 1926, το καταστροφικό έργο του οποίου ολοκλήρωσαν οι Γερμανοί και οι Αγγλοι σύμμαχοι.

«Αυτή είναι η μοίρα μας», λέει ο Καστελοριζιός ερευνητής και ιστορικός κ. Κυριάκος Χονδρός. «Οι Καστελοριζιοί νιώθουν ότι τους χρησιμοποιούν, ότι παλεύουν μόνοι τους εδώ και αιώνες. Ξέρεις το Καστελόριζο ήταν το πρώτο από τα Δωδεκάνησα που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1913, με μόνη βοήθεια μια ομάδα Κρητών.

Αλλά η κυβέρνηση δεν βοήθησε στην ενσωμάτωση. Η ιστορία του νησιού δεν είναι εγκυκλοπαιδική γνώση, έχει ουσία και αντίκτυπο στο σήμερα. Το ’41 για παράδειγμα, έστειλαν Αγγλους κομάντος για να μας απελευθερώσουν από τους Ιταλούς. Τελικά ήθελαν απλά να απασχολήσουν τους Γερμανούς ώστε να περάσει ο συμμαχικός στόλος στο Αιγαίο και η ελευθερία μας κράτησε μόλις λίγα 24ωρα.

Οι Καστελοριζιοί δεν το ήξεραν κι όταν οι Ιταλοί επέστρεψαν συνέλαβαν 29 άντρες και τους έστειλαν σε φυλακές της Ιταλίας. Αυτά οι ντόπιοι δεν τα ξεχνάνε.» Ανάμεσά τους ήταν κι ο πατέρας του, ο Μιχάλης Χονδρός, ο οποίος μέχρι πριν από δύο χρόνια που έφυγε από τη ζωή αποτελούσε την… εγκυκλοπαίδεια του νησιού και έχαιρε σεβασμού απ’ όλη την κοινότητα για τα όσα έζησε ως αιχμάλωτος, για την έκδοση της περίφημης εφημερίδας «Η φωνή του Καστελόριζου» αλλά και για τα έργα που με πείσμα κατάφερε τόσο στο διάστημα που διετέλεσε δήμαρχος όσο και ως απλός πολίτης.

Κουκ(ου)λίστικο σκηνικό

Τους καλοκαιρινούς μήνες η μετακίνηση στο Κορδόνι είναι δύσκολη υπόθεση, ειδικά όταν καταφτάνουν τα κότερα και τα εκδρομικά σκάφη από την Τουρκία, στα δρομολόγια των οποίων το Καστελόριζο κατέχει εξέχουσα θέση. Οι σχέσεις είναι αμφίδρομες. Τα καΐκια των ντόπιων πηγαινοέρχονται επίσης στο γειτονικό Κας μεταφέροντας επισκέπτες στα ελληνικά μνημεία των μικρασιατικών ακτών ή ντόπιους στο παζάρι απ’ όπου προμηθεύονται φρέσκα προϊόντα σε χαμηλές τιμές. Δεν είναι το μοναδικό δρομολόγιο που κάνουν.

Το Καστελόριζο δεν έχει παραλίες και οι καλοκαιρινές βουτιές γίνονται από την προκυμαία και τα βράχια γύρω από το κάστρο. Έτσι τα σκάφη οδηγούν τους επισκέπτες στις Πλάκες στην είσοδο του λιμανιού, στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου με τη μικρή παραλία και την καντίνα, στη Ρω και φυσικά στο Γαλάζιο Σπήλαιο.

Ψάχνεις απεγνωσμένα καρέκλα στα τραπεζάκια των καφέ, κάθεσαι στα παγκάκια της Παλαμεριάς ή στην προβλήτα του Κάβου: θέση ψάχνεις, που να προσφέρει απρόσκοπτη θέα στα παλιά πολύχρωμα αρχοντικά σπίτια που παρατάσσονται στο Κορδόνι. Παρατηρείς τα ισάριθμα ανοίγματα, την απόλυτη αρμονία, τη θαυμαστή αρχιτεκτονική του νησιού που δεν περιορίζεται μόνο στη «βιτρίνα»: ο κουκλίστικος οικισμός προστατεύεται και η δόμηση ή οι αναστηλώσεις ακολουθούν αυστηρούς κανόνες.

Είναι αλήθεια πως με δυσκολία θα… λυθείς από το Κορδόνι για να περιηγηθείς στο χωριό, αλλά αυτό θα σου συμβεί σε όποιο σημείο του νησιού κι αν βρεθείς! Παρά το μικρό του μέγεθος το Καστελόριζο έχει τον τρόπο να σε δένει με αόρατα σκοινιά.

Πώς να ξεκολλήσεις από τον Κάβο, όπου χαίρεσαι τον ήλιο στις ξαπλώστρες χαζεύοντας το λιμάνι; Πώς να μην παρατηρήσεις όλα τα σπάνια έγγραφα, τις φωτογραφίες και τα κειμήλια της Ιστορικής Συλλογής που στεγάζονται στο τζαμί του 1755 και σε συστήνουν με ένα Καστελόριζο που ούτε καν φανταζόσουν ότι υπήρχε;

Ανηφορίζεις στο πλακόστρωτο, φτάνεις στο Κονάκι, το διατηρητέο κτίριο που στεγάζει το Διαχρονικό Μουσείο Μεγίστης και ευχαρίστως κάθεσαι όλη μέρα με τον κυρ Τάσο, τον φύλακα, είτε κουβεντιάζοντας και πίνοντας ρακές, είτε αφήνοντάς τον να σε ξεναγεί στις αίθουσες με τα λιγοστά μα αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα, τη λαογραφική συλλογή και τις τοιχογραφίες του 17ου αιώνα από τον ναό του Αγίου Νικόλαου.

Δύσκολα αποχωρίζεσαι και την εκπληκτική θέα στον οικισμό από τον πύργο του φρουρίου. Κάθεσαι με τις ώρες σε αυτή τη βίγλα, κάτω από την τεράστια ελληνική σημαία που μαρτυρά στους ντόπιους τον καιρό και σκέφτεσαι πως εδώ βρίσκει την ερμηνεία του η ονομασία του νησιού: επάνω στο τμήμα της οχύρωσης της αρχαίας Μεγίστης, κτίστηκε τον 14ο αιώνα το κάστρο από τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη ονομάζοντας το νησί Castello rosso (Καστελόριζο).

Περπατώντας στο περιφερειακό πλακόστρωτο από τον Κάβο προς το Μαντράκι, τον δεύτερο κόλπο όπου επεκτείνεται ο οικισμός, «κόβεις» και πάλι ρυθμό, για να παρατείνεις την υπέροχη βόλτα με θέα στα… ελληνοτουρκικά νησάκια, κι όταν φτάσεις στον εντυπωσιακό Λυκιακό τάφο που λαξεύτηκε στον βράχο τον 4ο αιώνα π.Χ. είσαι ικανός να μπεις μέσα και να καθίσεις στις λαξευτές κλίνες νιώθοντας πιο ζωντανός από ποτέ!

Στο Μαντράκι σε καθυστερούν άλλοι λόγοι: ένας αγώνας ποδοσφαίρου στο γήπεδο απ’ αυτούς που συνηθίζουν οι Καστελοριζιοί ή οι ψαράδες που επισκευάζουν τα καΐκια τους στο παλιό καρνάγιο. Στη συνοικία Χωράφια δεν χορταίνεις τον περίπατο κάτω από τους ευκάλυπτους που σε φέρνει μπροστά σε εκκλησίες, βοτσαλωτά δάπεδα και όμορφα σπίτια.

Ολα θες να τα εξερευνήσεις αλλά οι ντόπιοι σε παροτρύνουν να δεις τον ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (1835) με τους 10 μονολιθικούς γρανιτένιους κίονες που μεταφέρθηκαν από τον ναό του Απόλλωνα στα Πάταρα της Λυκίας. Αν είναι καθημερινή θα μπεις δίπλα, στην Σαντράπεια Αστική Σχολή του 1903, θα μπλεχτείς με τους 13 μαθητές του γυμνασίου–λυκείου και θα γίνεις πάλι σχολιαρόπαιδο!

«Κολλημάτων» συνέχεια

Ο μοναδικός ασφαλτόδρομος, και μοναδικός δρόμος ουσιαστικά του νησιού, που οδηγεί στο αεροδρόμιο σε φέρνει στον λόφο της Βίγλας, επάνω στον οποίο βρίσκεται το Παλαιόκαστρο. Ο αέρας που συνήθως λυσσομανά εδώ πάνω ταιριάζει γάντι με την έρημη τοποθεσία και την κυκλώπεια τοιχοδομία της αρχαίας οχύρωσης και σε κάνει να αποζητάς απάγκιο στις εκκλησίες που βρίσκονται εντός των τειχών.

Συνεχίζεις στον τσιμεντόδρομο (και κατόπιν χωματόδρομο) αποφασισμένος να κάνεις μια βόλτα που δεν συνηθίζουν πολλοί. Φτάνεις στο εγκαταλελειμμένο φρουριακού χαρακτήρα μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη του Βουν(ι)ού που κτίστηκε τον 18ο αιώνα και αν έχεις προνοήσει για το κλειδί αναζητάς στο εσωτερικό του την κατακόμβη-σπήλαιο του Αγίου Χαράλαμπου. Θα περπατήσεις κι άλλο, στη γιδόστρατα στα αριστερά, και σύντομα θα βγεις πάνω από τον οικισμό στον οποίο οδηγεί ένα ωραίο κλιμακωτό μονοπάτι. Κανείς δεν βιάζεται να το κατέβει.

Η πανοραμική εικόνα του οικισμού, η ανυπέρβλητη θέα στα νησάκια και τα μικρασιατικά παράλια σε κρατούν και πάλι δέσμιο για ώρες. Κοιτάς κάτω, τον μικρό οικισμό που ανάβει τα φώτα του, και αισθάνεσαι πως τελικά δεν προσέφερες και τίποτα.

Κι όμως οι Καστελοριζιοί θα σε ευγνωμονούν. Θα συνεχίσουν την ατάραχη ζωή τους στον ταραγμένο αυτό τόπο και θα εύχονται να πληθαίνουν οι επισκέπτες και τα γράμματα για να μη διακοπούν ποτέ ξανά τα δρομολόγια.

Ο κ. Παράσχος, ήσυχος πια, έπειτα από χρόνια «μαχών», θα συνεχίσει να κάθεται σαν μαρμαρωμένος στο τραπεζάκι του, ο Κίκο κι ο Νίκος να επιμηκύνουν τη νύχτα στο μπαράκι τους, η νεαρή Ελένη να ονειρεύεται να φύγει, ο Αντώνης με το σκάφος του να κάνει ερωτήσεις, ο Γιώργος Καραγιάννης να πηγαινοφέρνει ανθρώπους κι εμπορεύματα στο Κας, ο κ. Χονδρός να εμπλουτίζει το λαογραφικό αρχείο, ο παπα-Γιώργης να προκαλεί βλέμματα θαυμασμού με την ωραία κορμοστασιά του.

Ολους θα θες να τους χαιρετήσεις φεύγοντας από το νησί παρέα με τους χαρούμενους και συνάμα μελαγχολικούς φαντάρους. Οχι γιατί σου άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις, απλά γιατί ζουν εδώ. Θα θέλεις να τους σφίξεις το χέρι, να τους υποσχεθείς πως θα ξανάρθεις. Μην το κάνεις. Απλά «βάρα προσοχή» στους ακρίτες και παρουσιάσου! Θα το χαρούν περισσότερο!

Όλγα Χαραμή
Φωτογραφία Ηρακλής Μήλας, www.ethnos.gr - mignatiou.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

add