«Πέρασα διωγμούς, όλους τους πολέμους, και τι δεν πέρασα…»! - OneMagazino

Breaking

OneMagazino

www.magazino1.blogspot.gr

add

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2012

«Πέρασα διωγμούς, όλους τους πολέμους, και τι δεν πέρασα…»!



H αφήγηση της κυρίας Σωτηρίας ξετυλίγει μνήμες της ιστορίας της οικογένειάς της, που το 18ο αιώνα ζούσε στο Καράμακα, στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, από όπου οι Τούρκοι σφαγίασαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς, χρόνια πριν τη φωτιά της Σμύρνης.

Οι αγριότητες, οι φωτιές και οι διωγμοί από το 1900 κιόλας έφεραν τους Χριστιανούς σε απόγνωση και κλιμακώθηκαν από το 1911 μέχρι και την καταστροφή της Σμύρνης, το Σεπτέμβρη του 1922. Είναι μικροκαμωμένη και αεικίνητη η κ. Σωτηρία στα 92 της σήμερα. Θυμάται ονόματα, γεγονότα, θέλει να πει την ιστορία «χωρίς να έχει λάθη» όπως μου λέει αυστηρά.
Στο σπίτι της, στην οδό Καππαδοκίας, φωτογραφίες, κεντήματα μικρασιάτικα, οι λουκουμάδες του Αγίου Αντρέα, η αρχοντιά μιας Μικρασιάτισσας που μέχρι σήμερα «έχει την κουμπάνια της», όπως μου λέει περήφανα, τα όσπριά της σε σακουλάκια και ζυμώνει το καλύτερο ψωμί.

Είναι αυτοί οι άνθρωποι που πέρασαν διωγμούς και κατατρεγμούς, αλλά όπως κι αν τους έριξαν έπεσαν με τα πόδια!
Σας βλέπω πολύ καλά, γεμάτη ενέργεια, πως τα καταφέρνετε; Έχω 40 άτομα στην οικογένειά μου, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα. Η αδελφή μου είναι 98 χρονών και έχει 70 άτομα, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και δέκα τρισέγγονα. Αλλά εκείνη την εποχή εμείς δεν εκαπνίζαμε, δεν επίναμε, δεν εκάναμε παραλυσίες… Κοιμόμουνα στην ώρα μου, κι έτρωγα πολλές φορές από λίγο. «Το συχνομπουκωνάτο, κάνει το κορμί δροσάτο». Κεντούσα, έπλεκα μέχρι που έρχουνταν η ώρα να κοιμηθώ. Ούτε γειτονικά, ούτε τίποτα, γιατί οι φιλενάδες δεν είναι καλό. Το πάρε φέρε είναι άσχημο. Δεν έχω ανάγκη τη μια και την άλλη, έχω δυό καλές φιλενάδες και τέλος.

Πάμε λοιπόν στην Ανατολή… Τι σας έλεγαν οι γονείς σας, πως ζούσαν εκεί;
Ζούσαν στο Καράμακα, προς τα Μούγλα και τη Σμύρνη, μια στεριά ήταν αυτά. Πήγαινες από δω ως εκεί με τις καμήλες και με τα γαϊδούρια. Η μάνα του πατέρα μου ήταν Γαλλίδα και ήθελε να μάθουν όλα τα παιδιά της γράμματα. Πέντε παλικάρια. Ο πατέρας μου είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, μεγάλο θέμα για κείνη την εποχή. Ο παππούς μου ο Βασίλης Νικολίτσης πήρε τη Γαλλίδα, η μάνα μου λεγόταν Σεβαστή Χατζηπέτρου. Εκεί παντρεύτηκε, εκεί έμεινε, εκεί έκανε οκτώ παιδιά. Μετά την καταστροφή που πήγε στη Σύμη έκανε άλλα τέσσερα, δώδεκα σύνολο και γεννήθηκα κι εγώ. Οι γονείς μου για να μην καταλαβαίνουν τα παιδιά μιλούσαν τούρκικα στο σπίτι, αλλά εγώ έπιανα τις λέξεις και θα σου τα διηγηθώ. Η αδελφή μου, 98 χρονών τίποτα δεν θυμάται απ΄ αυτά που θα πω εγώ σε σένα.
Τι τους ακούγατε να λένε;
Η μάνα μου, εννιά μηνών έγκυος σε ένα της παιδί πήγε στον ποταμό, να πλύνουνε με τον πατέρα μου. Εκεί την έπιασαν οι πόνοι, τη ξεγέννησε κι έκοψε και τον ομφάλιο λώρο. Τη λεχώνα την ανέβασε μετά στο γαϊδούρι και το παιδί το βαλε στο χαυπέ για να γυρίσουν πίσω. Το βγαλε Ματρώνα, από την Αγία Ματρώνα που υπάρχει στην Ανατολή. Είμαι Καραμακιώτισσα και το λέω και δεν ντρέπομαι αν μου πουν ότι είμαι από την Τουρκία. Μικρασιάτισσα η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα αδέλφια μου. Δούλεψα πολύ σκληρά 40 χρόνια για να μεγαλώσω τα παιδιά μου, αλλά έκανα παιδιά ανθρώπους και τα σπούδασα. Η κόρη μου ήταν 72 χρονών, ζούσε στην Αυστραλία, πριν τρία χρόνια την είδα, και δεν την ξαναείδα, μου είπαν ότι πέθανε. Αυτά έχει η ξενιτιά.

Από το Καράμακα πως βρέθηκε η οικογένεια στη Σύμη;
Η μάνα μου έφερε οκτώ παιδιά εκεί με την καταστροφή της Σμύρνης. Τον πατέρα μου τον είχαν πάρει οι Τούρκοι, κυβερνούσε καράβι. Αγριάνθρωποι οι Τούρκοι, δεν τους θέλω καθόλου. Έμεινε η οικογένεια πίσω με οκτώ παιδιά. Η μάνα μου είχε φιλενάδα από τη Σύμη, που ερχόταν στην Ανατολή με τη βάρκα με τα κουπιά και ψώνιζε ό,τι είχε η μάντρα μας. Μυζήθρες, τυριά, βούτυρο. Γίνανε φιλενάδες κι όταν έγινε η καταστροφή η γιαγιά μου της είπε «πάρε τα παιδιά σου και φύγε».

Κι έτσι η μάνα μου έπαιρνε ένα-ένα παιδί με τη βάρκα και το άφηνε σ΄ αυτή τη φιλενάδα στη Σύμη, Μαρία τη λέγανε. Της άφησε σιγά-σιγά επτά παιδιά. Η γιαγιά μου κράτησε τον αδελφό μου τον Βασίλη, που ήταν 16 χρονών για να βλέπει τις μάντρες. Ήρθαν οι Τούρκοι να πάρουν το καλύτερο βόδι, αλλά ήταν άγριο και δεν μπορούσαν να το καταφέρουν.

Πήραν και το Βασίλη μαζί να το κουμαντάρει. Η γιαγιά μου ήξερε ότι δεν θα τον αφήσουν να γυρίσει πια πίσω, λέει «πάει το παιδί, θα το σκοτώσουν». Αυτό όμως ήξερε όπλο, ήξερε καλό ντουφέκι. Ο αδελφός μου πήγαινε με το βόδι μπροστά, οι Τούρκοι με τα όπλα από πίσω. Κάποια στιγμή πιάσαν την κουβέντα με καρακώλια (αστυνομικούς των Τούρκων) που συνάντησαν στο δρόμο. Ο Βασίλης αμόλυσε το βόδι και πήρε δρόμο, έφυγε, πήγε από τα βουνά σ΄ άλλα βουνά, κατέβηκε στη θάλασσα. Περνούσαν βάρκες, άναψε φωτιά, τον έβαλε μια βάρκα από τη Σύμη και τον πήγε στη μάνα μου, βρήκε την οικογένεια.

Είχε όμως κακό τέλος ο Βασίλης, μου είπατε!
Τον εσκότωσαν στη Ρόδο οι Ιταλοί. Δεν τον εσκοτώσαν οι Τούρκοι και τον εσκοτώσαν οι Ιταλοί. Δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορείς τη νύχτα έξω, μετά από ορισμένη ώρα, κι εκείνον τον πέτυχαν έξω. ʼφησε πέντε παιδιά.
Να πάμε πάλι στην Ανατολή
Η ζωή στην Τουρκία ήταν περιορισμένη, αλλά οι άνθρωποι σωστοί. Κόβανε μυρτιές και δάφνες, τις δέναν σ΄ ένα ξύλο και σκουπούσαν. Οι κοπέλες εκοιμούνταν με τις Τουρκάλες μαζί. Αλλά χριστιανοί ήταν οι καλύτεροι. Ο πατέρας μου του Σταυρού, που είναι το Σεπτέμβρη, περνούσε 15 μέρες μόνο με κρασί και ψωμί. Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα ετρώγαν και οι Τούρκοι από τους Χριστιανούς.

Ο Τούρκος ξέρει να τιμά μόνο τον ʼη Γιώργη και ξέρετε γιατί; Γιατί όπως λένε στην Ανατολή ένας Τούρκος, μια φορά, έσκαψε, έκανε τρύπα να μπει στο μοναστήρι του Αη Γιώργη ν΄ ανοίξει την πόρτα την κλειστή. Μόλις ήταν έτοιμος να μπει ο ʼη Γιώργης του κοψε το χέρι του! Από τότε πίστεψαν και τον τιμούν και μέχρι σήμερα, όπου κι αν βρίσκονται. Όμως είχε κάτι Τουρκαλάδες που πιάνανε τις Χριστιανές και τις κόβανε τις ρόγες τους και τις τυραννούσανε.

Πότε ξεκίνησαν τα γεγονότα;
Το 1921 γεννήθηκα εγώ, το 1911 ξεκίνησαν. Οι Χριστιανοί μαζεύτηκαν σ΄ ένα σπίτι του χωριού μας να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Ήρθαν οι Τούρκοι με τους τσιράδες (δάδες) που βγάζαν μεγάλες φωτιές, σκοτώσανε όσους σκοτώσανε μέχρι και παιδάκια! Τη Βαγγελίτσα, επτά χρονών που έκλαιγε τη σκότωσαν, δυό αδελφάκια τη γλίτωσαν κρύφτηκαν πίσω από τους χαυπέδες, μετά έβαλαν φωτιά στο σπίτι κι έπεσε το σπίτι κάτω. Σ΄ εκείνο το σπίτι σκοτώσαν τη γιαγιά μου.

Τον παππού μου τον μαχαίρωσαν καλά, μέχρι το πρωί είχε στραγγίξει το αίμα του, αλλά δεν είχε πεθάνει, τον βρήκαν Χριστιανοί τον πήραν στα Μούγλα να τον γιατρέψουν. Κάποιος κάπνιζε πάνω από το κρεβάτι του, του έπεσε το τσιγάρο, ξεχάστηκε εκεί, κι ο άνθρωπος έσκασε από τους καπνούς. Λυπηρά πράματα. Μετά αγριέψαν κι οι Έλληνες, σκοτώναν κι αυτοί. Ένας πρώτος ξάδελφος της μάνας μου έγινε αντάρτης, ζει το σόι του ακόμα στη Σύμη. Αυτός όπου έβρισκε Τούρκο του έκανε τα ίδια. Του στήσαν καραούλι, τον κύκλωσαν, έβαλαν το κεφάλι του να ακουμπήσει σε μια πέτρα και του έκοβαν σιγά-σιγά το λαιμό.
Τον τυράννησαν. Μετά έβαλαν το κεφάλι του πάνω σε ένα καλάμι και το γύριζαν στο χωριό. Λένε ότι στην πέτρα που τον αποκεφάλισαν το αίμα του φώναζε για καιρό. Όπως σας τα λέω έτσι ήτανε, δεν έχει τίποτα λάθος, να την εξέρετε την ιστορία πως ήτανε, γι αυτό σας τα λέω.

Ο πατέρας σας πότε αντάμωσε με την οικογένεια;
Όταν ηρέμησαν τα πράματα γύρισε στο χωριό να βρει κανένα ζωντανό. Το χωριό ήταν καμένο δεν βρήκε κανέναν. Ρώτησε κι έμαθε ότι η μάνα μου με τα οκτώ παιδιά σώθηκε, κι ήταν στη Σύμη. Πήγε τους βρήκε κι η οικογένεια αντάμωσε. Πριν από 88 χρόνια, τεσσάρων χρονών εγώ, ήρθαμε στη Ρόδο. Ο πατέρας μου, από καπετάνιος δούλευε εργάτης. Θυμάμαι τον πρώτο σεισμό της Ρόδου. Ο αδελφός μου ο Βασίλης έβαλε κάτω από τη μια του μασχάλη εμένα, κι από την άλλη την αδελφή μου και φώναζε «μάνα, μάνα τα παιδιά»! Έζησα σεισμούς, έζησα όλους τους πολέμους, πέρασα εγώ… Είμαι ένας τύπος όμως που δεν το βάζω κάτω, αν το βαζα τώρα θα ήμουν ξεχασμένη. Μέχρι σήμερα μαγειρεύω καλά, έχω την κουμπάνια μου, το αλεύρι μου, το λάδι μου, τα όσπριά μου, ζυμώνω το καλύτερο ψωμί…

Ξαναγύρισε πίσω κανείς στο Καράμακα;
Χρόνια μετά ο πατέρας μου κι ο Βασίλης πιάσαν τη βάρκα νύχτα από τη Σύμη, να πάνε στο σπίτι μας, να βρουν μια χοχλακιά που ο πατέρας μου έθαψε έναν τενεκέ με λίρες. Όταν τα συζητούσαν άκουσε η αδελφή μου, επτά χρονών, μπήκε κρυφά στη βάρκα και την πήραν μαζί τους. Δεν τη βρήκαν τη χοχλακιά, είχε εξαφανιστεί. Η αδελφή μου χωρίς να τη δουν πήγε στο σπίτι της γιαγιάς της σκοτωμένης. Βλέπει το σπίτι χαλατό, το τραπέζι σπασμένο, ένα τσαμπί σταφύλια να κρέμεται στην κληματαριά. Αγριεύτηκε, γύρισε τρέχοντας στη βάρκα. Την βλέπουν μπροστά τους, τρελαθήκανε, θα χανόταν στην Τουρκία.

ΠΗΓΗ: http://www.rodiaki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: